Τουρίνο(ν)

Τουρίνο(ν)
το г. Турин

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "Τουρίνο(ν)" в других словарях:

  • Greek exonyms — Below is a list of modern day Greek language exonyms for European places outside Greece. Place names that are not mentioned are generally referred to in Greek by their respective names in their native languages, or at the closest pronunciation a… …   Wikipedia

  • Names of European cities in different languages: Q–T — v · d · …   Wikipedia

  • Φθα — Αιγύπτιος θεός, που τον τιμούσαν στη Μέμφιδα, όπου ταυτιζόταν με τον ντόπιο θεό της γης Τα Τένεν, τον Σόκαρι και τον Όσιρι. Μετά το Νέο Βασίλειο αποτελούσε μέλος μιας τριάδας, ως σύζυγος της θεάς Σεχμέτ και πατέρας του μικρού θεού Νεφερτούμ·… …   Dictionary of Greek

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

  • σείστρο — Αρχαίο αιγυπτιακό μουσικό όργανο. Το χρησιμοποιούσαν στις τελετές για τη λατρεία της Ίσιδας και είχε σχήμα πετάλου με ορθή λαβή. Στο πεταλοειδές αυτό σώμα ήταν εξαρτημένα κουδουνάκια, που κροτάλιζαν καθώς το κουνούσαν. Σ. λέγεται και η… …   Dictionary of Greek

  • σιδηρόδρομος — Όχημα ή συρμός που κινείται πάνω σε οδό στρωμένης με σιδηροτροχιές και, κατ’ επέκταση, ολόκληρο το μεταφορικό σύστημα που βασίζεται σ’ αυτές, δηλαδή το κινητό υλικό, οι εγκαταστάσεις γραμμών, σταθμών και τα έργα υποδομής για την εκτέλεση… …   Dictionary of Greek

  • Μορμπέλι, Άντζελο — (Angelo Morbelli, Αλεξάνδρεια 1853 – Μιλάνο 1919). Ιταλός ζωγράφος. Σπούδασε στην Μπρέρα, όπου έδειξε από την αρχή εκείνους τους χαρακτήρες του περιγραφικού ρεαλισμού και του ανθρωπιστικού και κοινωνικού ενδιαφέροντος που περιέλαβε σε όλα του τα… …   Dictionary of Greek

  • νευρώσεις — (Αρχιτ.). Αρχιτεκτονικά στοιχεία που χρησιμοποιούνται σε θολωτές κατασκευές όπως ο τρούλος, ο θόλος και το σταυροθόλιο. Στοιχείο άγνωστο στην κλασική ελληνική και ρωμαϊκή αρχαιότητα, εμφανίζεται για πρώτη φορά στην ισλαμική αρχιτεκτονική και από… …   Dictionary of Greek

  • Ντε Σάνκτις, Φραντσέσκο — (Francesco De Sanctis, Μόρα Ιρπίνο [σημερινό Μόρα ντε Σάνκτις] 1817 – Νάπολη 1883). Ιταλός κριτικός και ιστορικός της λογοτεχνίας. Ακολουθώντας τις δημοκρατικές πεποιθήσεις του έλαβε μέρος στην επανάσταση της Νάπολης του 1848, φυλακίστηκε από τη… …   Dictionary of Greek

  • Ραϊμπολίνι, Φραγκίσκος ντι Μάρκο — (Raibolini, 1450 – 1518). Ιταλός ζωγράφος, χαράκτης, γλύπτης και αρχιτέκτονας. Καταγόταν από την Μπολόνια. Αρχικά έγινε γνωστός ως χρυσοχόος και χαράκτης και με την ιδιότητα του αυτή εργάστηκε στο νομισματοκοπείο της Μπολόνια. Ασχολήθηκε επίσης… …   Dictionary of Greek

  • Ραμσής — Όνομα 11 και κατ’ άλλους 13 Αιγύπτιων φαραώ της 19ης και 20ής δυναστείας. Οι σπουδαιότεροι είναι: 1. Ρ. A’ (περίπου 1318 1317 π.Χ.). Ιδρυτής της 19ης δυναστείας. 2. Ρ. B’ (περίπου 1298 1232 π.Χ.). Γιος του Σέτι A’, υπήρξε ο πρώτος μεγάλος… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»